τροφοδότης

τροφοδότης
ο
1. αυτός που κάνει την τροφοδοσία, ο επαγγελματίας χορηγητής τροφίμων: Ο τροφοδότης του συντάγματος.
2. όργανο με το οποίο δίνουν τροφή στα μελίσσια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τροφοδότης — Μηχανική ή άλλη εγκατάσταση για την προμήθεια σε ορισμένα μηχανήματα των αναγκαίων υλών που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία τους. Τ. είναι οι δεξαμενές καυσίμων με τις σχετικές αντλίες και σωληνώσεις, οι ιμάντες μεταφοράς, οι περιστρεφόμενες… …   Dictionary of Greek

  • οψωνιαστής — ὀψωνιαστής, ὁ (Α) [οψωνιάζω] άτομο που εφοδίαζε με ζωοτροφές, τροφοδότης …   Dictionary of Greek

  • σιτάρχης — ὁ, Α επιμελητής τών τροφών, γενικός τροφοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • σιταρχώ — (I) ἡ, Α γυναίκα αξιωματούχος τής σιταρχίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρχης «τροφοδότης» + επίθημα ώ (πρβλ. μορφ ώ)]. (II) έω, Α τροφοδοτώ ή μισθοδοτώ τους στρατιώτες ή άλλες ομάδες ανθρώπων (α. «σιταρχεῑν τοὺς στρατιώτας», επιγρ. β. «σιταρχεῑται δὴ ὁ… …   Dictionary of Greek

  • σιτομετροσακκοφόρος — ὁ, Α αυτός που μεταφέρει τους σάκους για τους σιτομέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτομέτρης «τροφοδότης» + σακκοφόρος «αυτός που μεταφέρει σάκους»] …   Dictionary of Greek

  • τροφοδοσία — η, Ν 1. η χορήγηση τροφής ή, γενικότερα, η παροχή τών απαραίτητων τροφίμων σε πολλά, συνήθως, άτομα («τροφοδοσία του στρατού») 2. ναυτ. η υποχρέωση τού πλοιοκτήτη η οποία προκύπτει από τη σύμβαση ναυτολόγησης και συνίσταται στην παροχή τροφής στο …   Dictionary of Greek

  • τροφοδοτώ — Ν 1. χορηγώ τρόφιμα, χορηγώ τροφές 2. παρέχω τα αναγκαία υλικά για τη συντήρηση και τη λειτουργία ενός συστήματος 3. δίνω, παρέχω κάτι συστηματικά («η κυβέρνηση τροφοδοτεί καθημερινά τον τύπο με προκλητικές ανακοινώσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φροντιστής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φροντίστρια ΜΑ [φροντίζω] αυτός που φροντίζει, που επιμελείται κάποιον ή κάτι («φροντιστὴς τοῦ ἱεροῦ», επιγρ.) νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) προστάτης 2. διευθυντής ή καθηγητής φροντιστηρίου 3. υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για την… …   Dictionary of Greek

  • Αγοριανός, Νικόλαος — (18ος αι.).Έμπορος. Ζούσε στη Σμύρνη, αλλά αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει, γιατί κινδύνευε η ζωή του από τους Τούρκους. Πήγε τότε στη Ρωσία όπου έμεινε έως το 1812. Ακολούθησε έπειτα τον Ναπολέοντα ως τροφοδότης του γαλλικού στρατού. Ένα… …   Dictionary of Greek

  • Αμπερντίν — (Aberdeen).Πόλη (211.250 κάτ. το 2000) και λιμάνι της Μεγάλης Βρετανίας, στις ΒΑ ακτές της Σκοτίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (6.318 τ. χλμ., 428.450 κάτ. το 2000). Διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους αλιευτικούς στόλους της Μ. Βρετανίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”